ἔμμετρον

ἔμμετρον
ἔμμετρος
in measure
masc/fem acc sg
ἔμμετρος
in measure
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • SILLUS — Graece Σίλλος, Hesychio ἔμμετρον σκῶμμα: Aeliano l. 3. Var. Hist. c. 40. ψόγος κατὰ παιδιᾶς δυϚαρέςτου, contumelia um ioci acerbitate, unde σιλλαινειν, irridere, quam vocem Pollux l. 2. c. 4. interpretatur, ἐπὶ χλευασμῷ σέιειν τοὺς ὀφθαλμοὺς:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμμετρος — η, ο (AM ἔμμετρος, ον) αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών αρχ. μσν. φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» αυτοί που χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”